- προστραγωδώ
- -έω, Α1. μεγαλοποιώ κάτι, υπερβάλλω σε κάτι σαν τους τραγικούς ποιητές («προστραγῳδεῑ δὲ τούτοις ὁ Καλλισθένης», Στράβ.)2. φρ. «τὸ ἔξωθεν προστραγῳδούμενον» — ο εξωτερικός διάκοσμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + τραγῳδῶ «παίζω τραγωδία, συμπεριφέρομαι με τρόπο πομπώδη»].
Dictionary of Greek. 2013.